ἐπακριβές

ἐπακριβές
ἐπακριβής
accurate
masc/fem voc sg
ἐπακριβής
accurate
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επακριβής — (Α ἐπακριβής, ές) νεοελλ. αυτός που γίνεται με απόλυτη ακρίβεια, ο εντελώς ακριβής αρχ. 1. επιμελής 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐπακριβές με ακρίβεια, επιμελώς επίρρ... επακριβώς με μεγάλη ακρίβεια, επιμελώς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”